-
1 ψηφίζω
Aἐψήφισα Plu.2.141c
, ([etym.] ἐπι-) Th.2.24: [tense] pf. ἐψήφικα ([etym.] ἐπ-) X.An.5.6.35, ([etym.] κατ-) D.H.5.8:— [voice] Med., v. infr. 11:—[voice] Pass., v. infr. 111:—count, reckon, prop. with pebbles ([etym.] ψῆφοι), Plb.5.26.13, AP11.168 (Antiphan.), 171 (Lucill.); ψ. δακτύλοις Plu.l.c.2 ἐὰν ψηφίσῃς τὸ ἓν ἐν γράμμασιν, i.e. if you add up the numerical values of the letters in the word ἕν, Theol.Ar. 64.II more freq. in [voice] Med. [full] ψηφίζομαι: [tense] fut. [dialect] Att. , Th.7.48, Pl.Smp. 177d, etc. ( ψηφίσομαι is f.l. where found, e.g. in Lys.12.44, 14.47, ([etym.] κατα-) Antipho 1.12, 6.10, ([etym.] ἀπο-) ibid.): [tense] aor.ἐψηφισάμην Hdt.5.97
, Th.7.48, etc.: [tense] pf. ἐψήφισμαι in med. sense, Ar.V. 591 (anap.), Th.1.120, etc.:—prop., cast one's vote with a pebble:1 abs.,εἰς ὑδρίαν ψ. X.HG1.7.9
, cf. Ar.V. 755 (anap.): generally, vote,ψήφῳ ψηφίζεσθαι μὴ φεύγειν Hdt.9.55
; τοῖς νόμοις ψηφίσασθαι vote in support of the laws, D.21.188;ἐναντία ψ. τινι Pl. Smp. 177d
.2 c. acc., vote for, carry by vote,τὸν πόλεμον Th.1.86
; ψηφίσασθαί τινι τὸν πλοῦν vote him the voyage, Id.4.29;ψ. παρασκευήν Id.6.25
, cf. Ar.Lys. 951;ἐπιβολὴν ψ. Id.V. 769
;δίκην Is.3.7
;ἄδειαν And.1.12
;διαδίκασμα ψ. τινι Lys.17.10
; κλῆρόν τινι ψ. to adjudge it to.., D.43.6: c. dupl. acc., ψ. τινα θεόν vote him a god, Plu.2.187e.3 c. inf., vote, resolve to do something, c. inf. [tense] pres.,ψ. μένειν Hdt.7.207
, cf. 9.55 (supr. cit.);ψ. τι δρᾶν A.Ag. 1353
: c. inf. [tense] aor.,ψ. νέας ἀποστεῖλαι Hdt.5.97
, cf. Ar.V. 591 (anap.), Pl.Grg. 516e: c. inf. [tense] fut., ψ. πάντας ἀποσφάξειν (better ἀποσφάξαι as cod. P) D.S.12.72: c. acc. et inf., vote that..,ψ. τὰς σπονδὰς λελύσθαι Th.1.88
;ψ. ὥστε μὴ ἴσων ἕκαστον τυγχάνειν X.Cyr.2.2.20
:ψ. ὅπως τις ἄρχοι μόνος Plu.Pomp.54
.4 ψ. περί, ὑπέρ τινος, Pl.Demod. 382d, Aeschin.1.154.III [voice] Act. is used in signf. decide by vote,δίκην κατ' ἄλλου.. ἐψήφισαν S.Aj. 449
, and is also found in IGRom.4.293a ii 57 (Pergam., ii B.C.); ψηφίζομεν is dub. in Hdn.2.3.4 ( ἐπευφημίζομεν Schwartz):—[voice] Pass., [tense] aor. ψηφισθῆναι be voted,τοῖς στρατηγοῖς εἴ του προσδέοιντο ψηφισθῆναι ἐς τὸν ἔκπλουν Th.6.8
;τὸ ψήφισμα ἐψηφίσθη Lys.13.29
;τὰ ψηφισθέντα πλοῖα X.HG1.2.1
: [tense] fut.,τὰ ψηφισθησόμενα Isoc.6.92
: [tense] pf., condemned by vote,E.
Heracl. 141;τοῖς ἰχθυοπώλαις ἐστὶν ἐψηφισμένον.. στῆσαι Alex. 56
.
См. также в других словарях:
ψηφίζω — ΝΜΑ [ψήφος] νεοελλ. εκλέγω, αναδεικνύω κάποιον, στα πλαίσια εκλογικής αναμέτρησης (α. «τόν ψήφισαν και πάλι δήμαρχο» β. «ο λαός ψήφισε τους συντηρητικούς») νεοελλ. αρχ. (στην αρχ. το μέσ. ψηφίζομαι) 1. (γενικά) εκφράζω τη γνώμη μου με την ψήφο… … Dictionary of Greek